παραιτητικός

παραιτητικός
-ή, -όν, Α [παραιτητός]
αυτός που ανήκει η αρμόζει στην προσπάθεια για αποτροπή, για να αποτρέψει κανείς κάτι («λόγοι ὀργῆς παραιτητικοί», Δίον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραιτητικά — παραιτητικός deprecatory neut nom/voc/acc pl παραιτητικά̱ , παραιτητικός deprecatory fem nom/voc/acc dual παραιτητικά̱ , παραιτητικός deprecatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητικῶν — παραιτητικός deprecatory fem gen pl παραιτητικός deprecatory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητικόν — παραιτητικός deprecatory masc acc sg παραιτητικός deprecatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητικαί — παραιτητικός deprecatory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητικοῖς — παραιτητικός deprecatory masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητικούς — παραιτητικός deprecatory masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητικάς — παραιτητικά̱ς , παραιτητικός deprecatory fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”